Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Αυτοπαρουσίαση

φωτό tirimata


Τσα!
Δε με γνωρίζετε πολλοί από σας αν και ζω στο νησάκι της Νικαριάς πολλά πολλά χρόνια...
Έχω τεράστια πράσινα φύλλα, ευαίσθητο κορμό κι εντυπωσιακά άνθη. Τρελαίνομαι για τον αέρα του Αθέρα, μα κυρίως αυτό που με νοιάζει είναι να 'χω νεράκι μπόλικο και σκιά. Τα βράχια δε μ' ενοχλούν, πάντα θα βρω ανάμεσά τους λίγο χωματάκι για να τραφώ... Α, μ' αρέσει κι η ησυχία. Λίγους ανθρώπους αντέχω, κι αυτούς μοναχά την Άνοιξη που ανθίζω και μ' αρέσει να τους κοκορεύομαι.
Εδωνά που ζω, δε θα σας πω πού... (Για χαζή με περάσατε;  Άντε, μόνο την περιοχή.
Να, ζω κάπου ανάμεσα Δρούτσουλα και Ακαμάτρα, αλλά αποκλείεται να με βρείτε, γιατί είμαι καλά κρυμμένη και εσείς θά 'σαστε με αυτοκίνητο, οπότε....)
 Εδωνά που ζω, λοιπόν, οι ντόπιοι μ' αγαπάνε πολύ. Όχι όλοι, κείνοι που ανήκουν στη μυστική εταιρία των φίλων μου. Που ξέρουν πού μένω, πώς με λένε και πότε ανθίζω. Αναρωτιούνται και κείνοι που απόμειναν στο νησί κι εκείνοι που ζουν μακριά, μόλις πιάνουν οι ζέστες κάθε χρόνο, αν έχω ανθίσει... Σημαίνει γι' αυτούς Ανάσταση, χαρά.
Παρόλα αυτά επειδή το μεγάλο Σάββατο, δε συνηθίζεται να μαζεύουν λουλούδια, με καλούν μαζί τους μονάχα τη Μεγάλη Παρασκευή. Έρχονται δηλαδή, με απόλυτη μυστικότητα και κατόπιν συνεννοήσεως με τα υπόλοιπα μέλη της εταιρίας και κόβουν τα λουλούδια μου. Τους τα προσφέρω χωρίς γκρίνιες, γιατί άκουσα πως τα παίρνουν και φτιάχνουν μ΄αυτά το σταυρό του επιταφίου, που πρέπει, λέει, να 'χει μόνο άσπρα λουλούδια. Είναι έθιμο από τα παλιά, να είμαι εγώ το "πρώτο όνομα" τη μέρα εκείνη, η πρωταγωνίστρια της Μεγάλης Παρασκευής.
 Μάλιστα για να με προστατέψουν από τα άγρια πλήθη μού δωσαν ένα απαίσιο όνομα. Με λένε "αγριοκαράφτα"! Μάλλον για να νομίζουν οι άλλοι πως είμαι κάνα αγριολούλουδο άνευ σημασίας και να μ΄ αφήσουν στην ησυχία μου.

Μα εγώ θα κάμω μια σκανταλιά και θα σας ψιθυρίσω ποια είμαι στ' αλήθεια. 
Ε, δεν αντέχω στη σκέψη πως κάποτε ίσως πάψω να υπάρχω και όλοι θα με θυμούνται μ' αυτό το παρατσούγκλι. Άκου "αγριοκαράφτα"! Θέλω λίγη δόξα, βρε αδερφέ, τη δικαιούμαι...

Λοιπόν, ακούστε.... Πρώτον έχω βασιλική καταγωγή. (Τι, μόνο οι Καριώτες θα καμαρώνουν ότι είναι γαλαζοαίματοι;)
 Είμαι μια paeonia ή παιωνία  και είμαι η βασίλισσα των βοτάνων. 
Έχω διαβάσει για μένα ότι: 


Αυτοφυής στη χώρα μας, η Παιωνία είναι από τα αρχαιότερα και ωραιότερα αγριολούλουδα. Κανένα άλλο φυτό δεν μπορεί να συναγωνισθεί σε λαμπρότητα τα μεγάλα -μέχρι 13 εκ. πλάτους- κατακόκκινα, μελανοπόρφυρα, ρόδινα και λευκά άνθη της.
Σε θεά αναγόρευσαν οι Αθηναίοι το μαγικό αυτό φυτό - «Αθηνά Παιωνία» (Παυσανίας), ενώ ένας ανώνυμος βουκολικός ποιητής του 3ου μ.Χ. αιώνα την ύμνησε σαν «πασάων βοτανέων βασιληίδα». aιώνες αργότερα, στην Κίνα την ονόμαζαν Hoa wang, «βασιλιά όλων των λουλουδιών».

Σας εντυπωσίασα; Βέβαια, εγώ έχω μόνο λευκά άνθη και μου αρέσουν τα ύψη και τα βράχια. Γι' αυτό ένας σπουδαίος επιστήμονας πριν χρόνια μου έδωσε το μικρό μου τ' όνομα. Για ακούστε το... Δεν είμαι μια peonia μοναχά, είμαι η peonia icarica, η δικιά σας δηλαδή η Παιωνία, η Καριώτικη, μοναδική στο είδος της στον κόσμο ολάκερο.
Απλή και σπάνια. Απλή, γιατί είμαι αυτοφυής, φυτρώνω δηλαδή από μόνη μου και μεγαλώνω χωρίς κανέναν να κουράζω και σπάνια, γιατί είναι το είδος μου τέτοιο, αλλά και γιατί απειλούμαι να εξαφανιστώ... Να, αυτό προσέξτε το λιγάκι, αυτό το τελευταίο... 

Σας είπα ένα ψεματάκι στην αρχή. Δε με νοιάζουν οι δόξες. Σας παρουσιάζομαι μόνο και μόνο γιατί θέλω να με εκτιμήσετε λιγάκι.
Κι άμα δείτε το Γιώργο, που δε φαντάζεται, ο κακόμοιρος, πως είμαι τόσο σπάνια και ξεχωριστή, αν και μ' αγαπά και με φροντίζει, δε λέω, γιατί ακολουθεί τις παραδόσεις του χωριού, πείτε του να πάει πιο κει τα ζώα και τα σύρματα. Με πατούν άθελά τους και δε ξέρω πόσο θα βαστάξω η κακομοίρα. 
Κι άμα δείτε κάναν εξυπνάκια που δείχνει περιφρόνηση για το νησί, πείτε του πως εδώ φυτρώνει ένα από τα πιο σπάνια και μαγικά φυτά με ιδιαίτερες θεραπευτικές ιδιότητες και με ομορφιά απαράμιλλη.  H Παιωνία η Καριώτικη να του πείτε, μα για το μέρος, κουβέντα, τσιμουδιά...
Αυτά. Ελπίζω να μη σας κούρασα.

Φιλιά από τις σπάνιες αδερφούλες μου. 
Θα σας περιμένω του χρόνου την ίδια μέρα, ε;



Για όποιον δε με πίστεψε, να δυο πολύ καλές μελέτες για το είδος μου:
Stearn,W. και Davis,P., «Παιώνιες της Ελλάδος», Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, Κηφισιά, 1984.

Τζανουδάκης Δ., «Κυτταρολογική μελέτη του γένους Paeonia L. εν Ελλάδι», Πάτρα, 1977.


Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Το μαμούνι και το λούπινο (παραμύθι)

Μπήκε ο Απρίλης και πάνω στο νησάκι τα πάντα έχουν πρασινίσει. Την τιμητική τους έχουν βέβαια τα λούπινα που γέμισαν όλα τα χωράφια και τις πλαγιές. Δεν έβγαλαν ακόμη λουλουδάκια μα άνοιξαν τα φυλλαράκια τους σαν ήλιοι πράσινοι κι απορροφούν με κέφι και μεράκι τις ακτίνες του άλλου του ήλιου, του μεγάλου, που τώρα την άνοιξη είναι πιο ήρεμος και μαλακός για τον μικρόκοσμο.
Τα μαμουνάκια, αγνώστου πατρός κι αγνώστου ονόματος, ξεχύνονται από το πουθενά και κάνουν τις πρώτες βολτίτσες του χρόνου, μπας και υπάρξουν κι εκείνα τα κακόμοιρα, μπας και δώσουν λίγο χρώμα στην άνοιξη. Το πράσινο, θαρρούν, είναι μουντό και μονότονο. Θέλει ο κόσμος και κόκκινο και μαύρο και γρι και ροζ.
Την αποφράδα εκείνη μέρα το δικό μας το μαμούνι βρήκε έναν προορισμό. Στο κέντρο του λούπινου.
-Δες μας, κόσμε, τι όμορφα που ταιριάζουμε! καυχιόταν με καμάρι. Κείνο έχει τις ρίζες και το πράσινο και τη βέβαιη ύπαρξη κι εγώ έχω τα φτεράκια μου και τις πιο αρμονικές αποχρώσεις. Καμάρωσέ μας! Είμαστε το πιο όμορφο σύνολο.
Μα το λούπινο, παιδάκια, είχε άλλη γνώμη.
-Ήντα μου τσαμπουνάς καθισμένο στη ράχη μου! Δεν πας αλλού να βοσκήσεις. Πιο πέρα άμε! 
-Μπα, μιλάς και καριώτικα, τρομάρα σου;  λέει το λούπινο τσατισμένο από το απροσδόκητο καλωσόρισμα.
-Πώς να μη μιλώ; Εμένα που με βλέπεις με 'χανε για σωτήρα τους οι Καριώτες μια φορά κι έναν καιρό. Ηκόβαν τον καρπό μου, για να ξέρεις, και ησώθηκαν από την πείνα. Είναι συντοπίτες μου και μου χρωστούν ευγνωμοσύνη μεγάλη. Κι εσύ έρχεσαι άξαφνα από το πουθενά την ώρα που 'λεα κι εγώ να μαζέψω λίγο ήλιο και να κάμω κι άλλα φυλλαράκια. Με τόσο θράσος, ακάλεστο και τολμάς να ειρωνεύεσαι κιόλας!
-Α, ναι; Για πες μας τώρα πόσο οι Καριώτες σε σέβονται. Για πες αν κόβει κανείς τους καρπούς σου. Γιατί ένα πουλάκι μου 'πε πως τα φύλλα σου τόσο δηλητηριώδη είναι που μήτε τα κατσίκια δε τολμούν να τα μασήσουν. Κι αυτά τα φασολάκια που λες για καρπούς φέρνουν μεγάλη δυσπεψία στο στομάχι... Εκτός κι αν μου 'παν ψέματα, απάντησε με ειρωνεία το θρασύτατο μαμουνάκι.
-Ε, χμ, λοιπόν, είπε το λούπινο με χαμηλωμένες τις ακτινούλες των φύλλων του, αλήθεια είναι. Μα για να ξέρεις, αναθάρρησε, εγώ έχω τις ρίζες μου εδώ, σε τούτο το χωράφι, ούλοι με καμαρώνουν σαν περνούν κι όταν θα φτάσει η ώρα που θα βγάλω και τα λουλουδάκια μου, ούλοι θα χαίρονται. Θα φέρνουν και τα μικρά και θα βγάζουν φωτογραφίες.
-Α, ναι, μα θα φωνάζουν οι μανάδες "προσοχή μην πιάνετε τα φύλλα. έχουν δηλητήριο". Κι εγώ ετόλμησα να σ' αγγίξω άφοβα. Κι αντί για ευχαριστώ και μπράβο μου φυλάς την πιο μεγάλη αλαζονεία. Σου 'δωσα χρώμα και φτερά κι εσύ φωνάζεις για τον ήλιο που σου κρύβω.
-Εν πάση περιπτώσει, απάντησε το λούπινο. Και δίκιο να 'χεις μου χαλάς την ηρεμία. Κατάλαβέ με. Εγώ ξέρω πότε θα φυτρώσω, πότε θα βγάλω ανθάκια και πότε θα μαραθώ. Τα 'χω μελετημένα με ακρίβεια. Κι έρχεσαι τώρα εσύ να μου μιλάς για πετάγματα κι ένα σωρό ανόητες ιστορίες και να μου δείχνεις αδιάντροπα τα μαύρα και τα κόκκινα σου χρώματα, που εγώ δεν τα λογάριασα ποτέ. Άμε στο καλό, μ' εμποδίζεις ν' ανασάνω, δεν το καταλαβαίνεις;
Το μαμούνι μας το κατάλαβε. Άνοιξε τα φτεράκια που 'κρυβε και πήγε να βρει τ' ανώνυμα ξαδερφάκια του.
-Ε, δεν αρέσουν σ' όλους οι αντιθέσεις, σκέφτηκε.
Κι απόμεινε ένα ζευγάρι που δεν αγαπήθηκε ποτέ.
Μα εσείς να μην ακούσετε, παιδάκια, είναι όμορφες οι αντιθέσεις.
Και να, κόσμε, καμάρωσέ τες.



Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Το ρυάκι μας στο Δρούτσουλα

Ήταν η μοναδική πηγή του χωριού. Ανάσα ζωής για τους κατοίκους. Το λιγοστό του νερό, μα σπάνιο για την ποιότητά του δεν έφτανε  για τα ποτίσματα. Μονάχα για να ξεδιψάσουν. Για να καλύψουν τις ανάγκες τους έφεραν με μόχθο πολύ το νερό από τα "Διπλόρυακα" και "του Καλογερή τους κήπους". Μα δεν τους άρεσε στη γεύση. Είχανε κακομάθει, βλέπεις, με το γάργαρο και μοναδικά δροσερό νερό απ' το ρυάκι. Τό 'λεγαν έτσι, γιατί δίπλα κυλούσε ένας χείμαρρος, μα στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια πηγή που ανάβλυζε από τη ρίζα ενός βράχου. Πριν χρόνια πολλά έχτισαν κατά μήκος μια δεξαμενούλα και στο κέντρο της μια απλή, όμορφη βρύση. Κατέβαινες δυο σκαλάκια, έβαζες το παγούρι από κάτω και τ' άφηνες να γεμίζει. Το νερό έτρεχε ανάλογα με τη θερμοκρασία, πότε γρήγορα και πότε σε αργό ρυθμό.                                         

Το κουβάλημα του νερού ήταν αρμοδιότητα των παιδιών και των εφήβων. Το καλοκαίρι μαζευόμαστε παρέες παρέες στην πλατεία, στο "Καμπί", και παίρναμε το μονοπάτι προς τα κάτω. Ντουσεμές με πέτρινα σκαλάκια πού και πού. Ήτανε περιποιημένο καθώς αποτελούσε κομμάτι από το δρόμο για την Ακαμάτρα που παλιότερα ήταν η μητρόπολη, ας πούμε, της περιοχής.
Κατηφορίζαμε με μια ανάσα, τρέχοντας σχεδόν. 
Κι ύστερα φτάναμε στον ωραιότερο παιδότοπο που μπορείς να φανταστείς. Μέναμε εκεί για ώρες. 
Οι γέροι στην πλατεία έβρισκαν την ησυχία τους. Ύστερα από ώρα ανησυχούσαν για την τόση ηρεμία και ρωτούσαν τους γονείς με αγωνία τάχα. 
-Βρε, που ηπήανε τα μικρά;
-Στο ρυάκι. Τα στείλαμε για νερό. Θα 'χουνε ξελογιαστεί...   
Κανείς δεν ανησυχούσε στ' αλήθεια. Ήμασταν δικαιολογημένα.
 Το ρυάκι, βλέπετε, είχε πάντα δροσιά, μυρωδιές υπέροχες και γωνιές αγαπημένες. 
Είχε παγκάκι, για να ξεκουραζόμαστε, την πέτρινη πλάκα της γεφυρούλας. 
Είχε πλατάνια με χοντρά κλωνάρια για να μπορούμε να σκαρφαλώνουμε με ευκολία. 
Και με αφύσικα μεγάλους κορμούς για να μπορούν άφοβα να κρύβονται οι παιδικοί έρωτες και να χαράζουν τα αρχικά τους. 
Προς τα πάνω είχε και και βράχια μυτερά κι απότομα για τα κατορθώματα των φιλόδοξων νεαρών.
Είχε και χρώματα ζωηρά για μας κάνουν να νιώθουμε πάντα χαρούμενα. Όχι μόνο το έντονο πράσινο από τα φυλλώματα των δέντρων ή από τα βρίχα που έπνιγαν τον τόπο, όχι μόνο το κίτρινο του ήλιου που ξεπρόβαλλε πού και πού ίσα για να φωτίζει το μέρος, μα και το έντονο πορτοκαλί ή το κόκκινο. Κείνο βέβαια, ήθελε να παίξεις λίγο πριν να τ' απολαύσεις.                                           Έπρεπε να ψάξεις για ένα λεπτό, μακρύ ξυλαράκι κι αφού τ' ανακάλυπτες κάτω από τα ξερά φύλλα, να τεντώσεις το κορμί και ν' αρχίσεις με δαύτο να χαϊδεύεις τον κισσό που αγκάλιαζε ολόθερμα το βράχο πάνω από την πηγή. Χιλιάδες πεταλούδες, αόρατες μέχρι τότε, ξύπναγαν από το βαθύ ύπνο, άνοιγαν τα φτεράκια τους και σου αποκάλυπταν με χαρά τις πολύχρωμες κοιλίτσες τους. Τα πιο μικρά γέλαγαν και τις κυνηγούσαν, οι έφηβοι τις χάζευαν με χαμόγελο.

Ανήμερα των Αγίων Πάντων ο παιδότοπος ετούτος άλλαζε χρήση. Γίνονταν η σάλα για τους επισκέπτες. Το Σταματάκι, ένας γέρος με παιδική καρδιά, εξ ου και το υποκοριστικό, έφερνε μια σκούπα από ανάμματα και καθάριζε το μέρος από τα ξερά φύλλα. Έφερνε κι έναν κουβά μ' ασβέστη κι άσπριζε τη δεξαμενή και τη βρυσούλα. Οι πανηγυριώτες, που έρχονταν με τα πόδια τότε, αφού έπιναν μπόλικο ζουμί και μπόλικο κρασί, πήγαιναν με στρωσίδια και κουρελούδες και έπαιρναν εκεί το μεσημεριανό τους υπνάκο. Να ' χουν κουράγιο για τη συνέχεια.

Εμείς όμως οι χωριανοί δεν τό 'βραμε το κουράγιο. Ν' αντισταθούμε στους εργολάβους, τους δήμους, τα συμφέροντα, τις κοινοτικές επιδοτήσεις. Σαν είδε τη μπουλτόζα τρόμαξε το ρυάκι, το κακόμοιρο, κι από τότε βγάζει μόνο δάκρυα-σταγόνες. Τρόμαξα κι εγώ από των ανθρώπων τη βλακεία κι από τη δική μου την ανημποριά κι έκαμα χρόνια να κατηφορίσω προς τα κει. 
                                                                            
Όποτε περάσεις τυχαία, θυμήσου και σβήσε τη μηχανή. Κλείσε τα μάτια, μη δεις τη μισοθαμμένη βρύση και τα χαλάσματα ή κοίτα προς τα πάνω στα φυλλώματα. Θα δεις να πεταρίζουν τα πρώτα μας όνειρα κι οι πιο όμορφες αναμνήσεις. Θα τις γνωρίσεις. Έχουν πολύχρωμες κοιλίτσες και είναι ξύπνιες πάντοτε. Γέλασε ή κυνήγα τες σαν παιδάκι μικρό. Πού ξέρεις, μπορεί και να πιάσεις κάποια στον αέρα.






Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Ο Κίμος μου

φωτό tirimata
Δρούτσουλας, χειμώνας 2010,
 με διάθεση για παραμύθια... και τζάμι θολό...
Το σπίτι του ήταν κάτω από την πλατεία.
Κατέβαινες τη ρίμη κι έστριβες δεξιά. Έβρισκες το πιο στενό μονοπάτι του χωριού.  Στενό πολύ, μα πεντακάθαρο πάντα. Το χώμα του σκουπίζονταν καθημερινά και οι πλάκες του, όπου υπήρχαν, ασπρίζονταν κάθε χρόνο αρχές καλοκαιριού για να  διακρίνεται εύκολα τις νύχτες που το φεγγάρι αργούσε να φανεί από τον Αθέρα.
 Στην αρχή της αυλής μια μουριά, με πυκνό φύλλωμα, ολοστρόγγυλη και με ασπρισμένο κορμό για τις αρρώστιες. Ετούτη η μουριά αλλά και  η κληματαριά που σκέπαζε απ' άκρη σ' άκρη την αυλή δεν άφηναν ούτε χαραμάδα γι' ακτίνα τα καλοκαιρινά μεσημέρια που το χωριό υπέφερε από την αποπνικτική ζέστη .
Ένιωθες εκεί μια δροσιά απίστευτη. Ήτανε και τ' αεράκι που σκαρφάλωνε από την θάλασσα ίσα στον Άσπρο Λούρο κι από κει στα Τηρίματα κι έρχονταν φρέσκο φρέσκο στην αυλίτσα ετούτη. Καθόσουν απάνω στην πέτρινη πεζούλα που έζωνε τους τοίχους του σπιτιού κι έβγαζες έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης, έτσι να γίνει κι η παρουσία σου αισθητή στο χώρο.
Η γυναίκα του, η Κίμαινα, συνήθως στο νεροχύτη της αυλής ή στο κουζινάκι, σκούπιζε βιαστικά τα χέρια της στην ποδιά και σου φώναζε με χαρά "Βρε, καλώς το, κάτσε να σε κεράσω..."    Και πιάναμε την κουβέντα. Οι διαφορές της ηλικίας, λίγο ρόλο έπαιζαν τα χρόνια εκείνα.


Ο Κίμος ήταν ο πιο διακριτικός του χωριού. Πράος και καλοσυνάτος. Σε καλωσόριζε μόνο με το χαμόγελο. Δεν ασχολιόταν με το τι έγινε χτες, ποιος τσακώθηκε, τι λόγια αντάλλαξαν οι συμπεθέρες, γιατί ο Γιώργος δε θα 'ρθει φέτος το καλοκαίρι και όλα τούτα τα μεγάλα θέματα που μας συγκλόνιζαν τα χρόνια εκείνα.

 Εγώ δε γνώρισα παππούδες. Είχανε πεθάνει κι οι δυο πριν γεννηθώ. Και τον επέλεξα δικό μου παππού. Δεν του το 'λεγα βέβαια, μην τον τρομάξω. Έτσι, από μόνη μου. Αυθαίρετα. Σαν παιχνιδάκι στην παιδική μου φαντασία.
Μου άρεσε και η όψη του. Μικροκαμωμένος, στρογγυλούλης, με άσπρο μουστάκι και κάτασπρα μαλλιά, πολύ φουντωτά για την ηλικία του και συνήθως ατημέλητα, με τούφες που πέταγαν δεξιά, αριστερά.
Είχε και κάτι μάτια που δεν έμοιαζαν με άλλου ανθρώπου στο χωριό. Γαλανά, ξέθωρα γαλανά. Όπως η θάλασσα τον Ιούλιο με μπουνάτσα που δε χωρίζει από τον ουρανό.

Δε θυμάμαι βέβαια να μου 'λεγε ιστορίες σαν τους κανονικούς παππούδες που 'χαν τ' άλλα τα παιδιά, μα δε με πείραζε καθόλου. Τον παραφύλαγα που έρχονταν από το βουνό φορτωμένος με γουμάρια κι ακούμπαγε στον τοίχο της ρίμης, όξω από το σπίτι μου, για μια ανάσα. Μου χαμογελούσε ήσυχα, όπως μ' έπιανε να τον καμαρώνω κρυφά, ξαναφορτώνονταν κι έπιανε την κατηφόρα.

Εγέρασε πολύ. Κι ήρθαν έτσι τα πράματα που έγινα  για λίγο συγγενής του. Και σύντροφος στα τελευταία.
Μου μίλαγε τότε, με μια παράξενη ένταση στη φωνή, για την πιο σπουδαία ανάμνηση της ζωής του.
Ούτε τυχαία δεν είχα ακούσει εκείνο το γεγονός όταν ήμουν παιδί και τον κοίταζα  πάντα με γουρλωτά μάτια  και γεμάτη ενδιαφέρον, κάτι που τον ενθουσίαζε ιδιαίτερα κι έτσι να μου επαναλάμβανε συχνά την ίδια και την ίδια ιστορία.
"Τον είδα το Σαγγάριο, αλήθεια. Περπατούσαμε και περπατούσαμε δίχως να ξέρουμε τίποτα. Πού πάμε, βρε παιδί μου. Φίλοι γινήκαμε ούλοι. Όχι φίλοι, αδέρφια. Κι ύστερα από τόσο περπάτημα και ταλαιπωρία, άξαφνα, μας είπανε ν' αρχίσουμε να τρέχουμε... Προς τα πίσω τούτη τη φορά. Ακούγαμε Κεμάλ και βγάζανε φτερά τα πόδια. Στη Μυτιλήνη φτάσαμε εφτά. Τους χάσαμε όλους, παιδί μου. Άντε να βρεις να γυρίσεις στη Νικαριά. Και κάτι παλικάρια από το Ξερέδο, γύρευε τι να πεις στη μάνα τους... Κι ήντα να ξέρεις..."
Τι κρίμα! Κείνος θυμόταν αριθμούς κι ονόματα και γεγονότα, που λέγαν οι παλιοί. Τι κρίμα, ενόμιζα ότι θα ζούσε κι άλλο...
"Ηπήε μαθές στη Μικρασία ο Κίμος", μού λεγε ο πατέρας μου, αργότερα.
"Θάτανε 20 χρονών. Ήτανε στην τελευταία κληρουχία, την πιο άτυχη, γιατί τα πήραν τα μικρά αγύμναστα και τα βάλανε στην πρώτη γραμμή. Είχε μαζί το Μανώλη τον Κουντούπη, από το Πετροπούλι, κι αύτοι δα ηγλυτώσανε κι ήρτανε πίσω. Κι άμα ησυναντιόντουσαν για σε γάμο για σε κηδεία για κάτω στον Εύδηλο, ηγαλιάζουντο σα μικρά παιδιά κι ηκάμνανε πάντα σαματά, πότε με γέλια και πότε με κλάματα. Εκείνοι που δεν ήξεραν ηπόμεναν κι ηχάζευαν το θέαμα κι ηθαρρούσανε πως ηξεμωράθηκαν, μα εμείς ηξέραμε τι τονε αυτό πού 'παθαν οι άνθρωποι κείνα τα χρόνια κι αναστενάζαμε μαζί τους..."


Ίσως και να 'τανε γραφτό, σκέφτομαι τώρα, ετούτη η ιστορία του η στερνή να 'ταν το παραμύθι που μου χρώσταγε. Χωρίς στοιχεία ακριβή. Μοναχά η ουσία και το δίδαγμα.

Στο Δρούτσουλα μην πάτε να τον βρείτε. Λείπει. Χρόνια τώρα. Την κόψανε τη μουριά κι ο περίπατος ξεράθηκε. Ξεφύτρωσε ένας κισσός που μεγαλώνει τρομακτικά απότομα και πασχίζει να τ' αγκαλιάσει όλα. Το τοιχαλάκι της αυλής, το πέτρινο τραπέζι, τις πεζούλες...Το σπίτι γέρνει λίγο λίγο.
 Εβρήκα προχτές την πινακωτή της Κίμαινας πεταμένη στην αυλή- λίγο φουσκωμένη από τις βροχές αλλά σε καλή κατάσταση παραδόξως-και τη φύλαξα για την κόρη μου. Ενθύμιο. Τ' όνομα του Κίμου τό 'δωσα δεύτερο στο γιο μου. Κίμωνας. Όπως τ' άξιζε.

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα σας.


Ο Κώστας, η Στέλλα και τα παιδιά τους


φωτό tirimata
(ο μικρός μου την έβγαλε χαζεύοντας την αραχνίτσα,
εγώ απλά τις διάλεξα χαζεύοντας το φως
 στα ροδαλά τους μαγουλάκια )
  Ένα ξεχωριστό ζευγάρι. Αγαπημένο θα ‘λεγες πολύ. Δίχως ποτέ να δεις μι’ αγκαλιά ή μια στιγμή τρυφερότητας. Έτσι, μι’ αγάπη στον αέρα, ολοφάνερη πάντως.
Εκείνη είχε πάντα το ίδιο χτένισμα. Κότσος με πλεξούδα περίτεχνη, τυλιγμένη στο πίσω μέρος του κεφαλιού με φουρκέτες. Ποτέ πιο παχιά ή πιο αδύνατη. Σοβαρή, αυστηρή μα και καλοσυνάτη. Της άρεσε να μένει σπίτι. Ίσως και να μην τη συναντούσα ποτέ παρά μόνο στην εκκλησιά, αν δεν περνούσε προς την κάτω γειτονιά, τουλάχιστον μια φορά τη μέρα για να δει τον ανιψιό της. Ή αν δεν την έπαιρναν τα παιδιά του τηλέφωνο απ’ την Αθήνα. Δεν τη θυμάμαι στην πλατεία για κουβέντα. Όρθια μοναχά στη διαδρομή προς τα κάτω, στέκονταν πίσω απ’ τις γλάστρες της αυλής κι αντάλλαζε δυο λέξεις με τη μάνα μου.
Εκείνος, χαμογελαστός συνήθως και πράος. Έρχονταν πάντα στην εκκλησιά και παρέα με τον Κίμο έψελναν κάθε Κυριακή. Στο σπίτι τους δεν πηγαίναμε συχνά. Ήταν στην άκρη του χωριού, λίγο πριν τα Τηρίματα.
Μόνο μην έρχονταν το καλοκαίρι.

Το ζευγάρι αυτό παιδιά δεν απέκτησε ποτέ. Μα είχε αναθρέψει κάτι άλλο. Τις ορτανσίες του.
Ήταν αυτές το δημιούργημά τους, το καμάρι τους.    
Σαν άνοιγε ο καιρός, από διακριτικοί κι αθόρυβοι που ‘ταν όλο το χρόνο, γίνονταν οι πρωταγωνιστές του χωριού. «Τις είδες τις ορτανσίες της Στέλλας; Για άμε δες τες…» έλεγαν η μια στην άλλη οι γυναίκες του χωριού.
Εκείνοι περίμεναν τους επισκέπτες καθισμένοι στις μπαγκέτες που ‘ χαν στην αυλή. Ύστερα σηκώνονταν και ξεναγούσαν μ’ ένα χαμόγελο όλο περηφάνια.
«Έλα να δεις κι εκείνη που μοβίζει και την παραπονιάρα που ‘χω στην άκρη…»
Όπως ακριβώς οι γονείς που ξεναγούν τους επισκέπτες στο δωμάτιο του νεογέννητου.
«Δες το, κοίτα τα ματάκια, κοίτα τι όμορφο…»
Μη φανταστείτε τίποτα λουλούδια στις γλάστρες. Όχι, ήταν ένα μοναδικό θέαμα στ΄ αλήθεια. Φυτεμένες στο χώμα, έφταναν σχεδόν το ύψος του σπιτιού κι από παντού ξεφύτρωναν μπουκέτα.
Σαν να μην ήθελαν ν’ απογοητεύσουν τους γονιούς που τις φρόντιζαν με τόση αγάπη.

Έμπαιναν και στον κατάλογο με τ’ αξιοθέατα του χωριού.
Αν ρώταγε κάνας ξενοχωρίτης, «Θα πάτε», έλεγαν, «στο Τσιμπουνάρι κι έπειτα στο ρυάκι, α, και να πάτε να δείτε τις ορτανσίες του Κώστα και της Στέλλας…»

Μα τότε δεν υπήρχαν δημοσιογράφοι με οικολογικές ανησυχίες, περιοδικά και φωτογράφοι για  ν’ απαθανατίσουν και να προβάλλουν εκείνο το πανέμορφο θέαμα όπως τ’ άξιζε.
Θα γίνονταν οι πιο γνωστοί γονείς κι οι πιο ευτυχισμένοι καθώς τα τέκνα εκείνα γεννιόταν κάθε χρόνο, το ίδιο όμορφα και το ίδιο νέα.
Μη με ρωτάτε τι απέγιναν. Δεν πήγα από τότε ποτέ. Τ’ αποφεύγω κάτι τέτοια μονοπάτια πια, εδώ και χρόνια.
Τα ‘χω στη σκέψη μου πάντα όμως και να, τώρα την άνοιξη τις βλέπω. Βγάζουν τα πρώτα φυλλαράκια και περιμένουν να υποδεχτούν με καμάρι χωριανούς και ξενοχωρίτες.