Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Μήτε πικρός μήτε γλυκύς

"-Τρώγονται, θεία;
-Αυτά; Φαρμάκι είναι... Κλαδεύεις το φθινόπωρο και τα πετάς όπως είναι, με τους καρπούς... Μπας και θαρρείς πως τρώγεται ό,τι είναι όμορφο;
Λίγο πιο πέρα είχε μαζέψει σύκα να τα κάμει ξερά για το χειμώνα.
-Κειναδά όμως τρώγονται μια χαρά, μου λέει χαμογελώντας. Μμμ, είναι και ολόγλυκα, παναθεμά τα."



Ήθελα να πάω μια βόλτα ακόμη στο νησί. Να γευτώ τα τελευταία σταφύλια, τα τελευταία τσαλαβουτήματα, το τελευταίο καφεδάκι στην αυλή με τον περίπατο πράσινο ακόμη, με τα τελευταία ντοματίνια στο κηπάρι, με τον ήχο από τους μελλοθάνατους τζιτζίκους.
 Κι εκείνη ήρθε απρόσκλητη να πιει καφεδάκι, μια μέρα θα 'μενε στην Αθήνα, θα 'φευγε σύντομα.
Τόλμησα να της πω το μυστικό στο τηλέφωνο.
-Ξέρεις, σκέφτομαι να φύγω για δυο μέρες το απόγευμα, δεν είμαι και σίγουρη...

 Μα ήρθε, να 'ναι καλά, και κάναμε παρέα και φάγαμε και γελάσαμε. Δεν έφευγε όμως...
 Εγώ με έναν κόμπο στο στομάχι. Με μια ανάσα που δεν έβγαινε ολόκληρη. Με μια εφίδρωση αδικαιολόγητη ακόμη και για τις ανεβασμένες κάπως θεμοκρασίες του Σεπτέμβρη.
 Πριν φύγει με ρώτησε:
-Τελικά δε θα πας στο νησί σου, ε;
-Μπα, θα 'ταν πολύ κουραστικό, είπα με μισοσβησμένη φωνή.

 Αφού νύχτωσε πήρα τη μάνα μου.
-Πώς ακούγεσαι έτσι; Και γιατί δεν είσαι στο βαπόρι;
-Το και το...
-Και γιατί δεν της είπες πως θα έρθεις;
-Μα θα 'ταν κάπως κούραση, βρε μάνα, για δυο μέρες...
-Και γιατί δεν είπες πως είσαι κουρασμένη να κάτσεις να ξεκουραστείς; Μια δικαιολογία, πως κάτι έτυχε ξαφνικό. Ένα τηλεφώνημα από τη δουλειά, κάτι, να μην κακοκαρδίσεις κιόλας...
-Ήθελα και να τη δω, αλήθεια είναι.
-Βρε, σε μένα που σε γέννησα; Εν ηξέρεις τίποτα; "Μήτε πικρός και ρίξεις με μήτε γλυκύς και φας με".
-Αυτό πάλι; Παροιμία καριώτικη; Να το γράψω.
-Και πού να ξέρω; Στη Νικαριά, μια φορά το 'κουσα. Εσύ α μ' ακούσεις καμιά φορά; Έχε το στο νου σου κι άσε τα λαογραφικά κατα μέρους.

Παροιμία: εμπειρικά βεβαιωμένη αλήθεια. Το 'ζησα. Πάμε για το ημίγλυκο από 'δω και μπρος...
Φτύνοντας κουκούτσια.



Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Φιλοξενία σε Παπιστάνο


Κάποιο παλιό πυργάρι. Για ανύποπτους περαστικούς...


Κείνη τη μέρα, ο οικοδεσπότης είχε παρέα ένα φίλο του.
-Θυμάσαι κείνο το ωραίο με τις αμυγδαλιές και τον Παπιστάνο;
-Ε, άμε… Που ‘χε ξωμείνει στου τάδε το σπίτι…
-Τι έγινε; πετιέμαι εγώ.
Άλλο που δεν ήθελαν...

-Ήτονε κείνα τα χρόνια που άμα ηνυχτωνόσουνα πουθενά, ήπρεπε να σε πάρει στο σπίτι του κάνας νοικοκύρης. Είτε τον ήξερες είτε όχι. Τα ΄χεις ακούσει… Σε κοίμιζαν στο πυργάρι, στην καλή κάμαρη κι εκείνοι ηξαπλώνανε στο κατώι.
Ε, κείνος, ο κακόμοιρος, ήρχουνταν από το Καρκινάγρι κι ηνυχτώθηκε ανάμεσα Φραντάτο και Μάραθο. Πετυχαίνει έναν άθρωπο, τον επαίρει σπίτι του, τον συστήνει στη γυναίκαν του. Αφού τρώνε, ανεβαίνει στο πυργάρι, ξαπλώνει, κάνει να κοιμηθεί κι ακούει έναν καβγά τρικούβερτο. Πού να κατέβει να τους μονοιάσει; Μουσαφίρης ήτονε. Ήκανε, το λοιπόν, υπομονή.
 Μα άξαφνα, ακούει έναν πυροβολισμό. Ε, εν ημπορούσε πια να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια…Καθώς ήκανε να κατέβει τα σκαλιά φουριόζος, βλέπει μπροστά του το νοικοκύρη.
-Βούθα με και την ησκότωσα, του λέει…
-Ποια, μωρέ;
-Ήντα ποια; Τη γυναίκα μου. Μου ‘πε μιαν κακιά κουβέντα, ηθόλωσα κι ηπήρα το όπλο.
-Παναγία μου! Ηλωλάθηκες; Τη γυναίκα σου;
-Κι α δε με πιστεύεις, άμε μέσα να τη δεις που κείται ανάσκελα. Μόνο βούθα με να την εθάψω, γιατί α μας πάρουνε χαμπάρι και α βρεις κι εσύ το μπελά σου.

 Ηζαβώθηκε ο άθρωπος καλά-καλά. Βρε, φόνος;
Πού ξέρεις εσύ, τέτοια πράματα εν είχαμε ποτέ…

Πιάνει ο άλλος μια τσάπα και τη δίνει στον ξενοχωρίτη.
-Ακολούθα με να σου δείξω που α σκάψεις γιατί εγώ, μ’ αυτό δα που ‘παθα, εν ημπορώ ούτε τα πόδια μου να κουνήσω.
 Ήντα να κάμει; Παίρει την τσάπα κι αρχινά το σκάψιμο.
Μόλις κάνει μια μικρή λακκούβα, του λέει ο νοικοκύρης:
-Βρε, από ‘δωνά περνάω κάθε μέρα για να ταΐσω τις κότες. Απάνω α πατάω; Έλα πιο δω καλύτερα.
Πιάνει να κάμει τη δεύτερη λακκούβα και του λέει πάλι:
-Από ‘δωνά περνάει το νερό που ποτίζω το κηπάρι. Ε κάνει. Άμε πιο κει…
 Μια έτσι, μια αλλιώς, ήσκαβε ο άθρωπος όλη νύχτα κι ήκαμε ίσαμε δέκα λακκούβες, μα καμιά εν ήρεσε. Σαν πιάνει να ξημερώσει, του λέει ο νοικοκύρης:
- Άμε στο καλό, κι εγώ ήβρα τα κουράγια μου και α συνεχίσω. Μόνο πήαινε στην ευχή του Θεού και τσιμουδιά. Μήτε σε ξέρω μήτε με ξέρεις…

 Είχα απομείνει με το στόμα ανοιχτό.
 Οι συνομιλητές μου κοιτάχτηκαν με νόημα.
-Μα την ηκατάλαβες την ιστορία; Η όλη υπόθεση ήτονε οι αμυγδαλιές…
-Ποιες αμυγδαλιές; ρωτάω σα χαμένη.
Ξανακοιτάχτηκαν με χαμόγελο τώρα.
-Βρε, είχανε τις αμυγδαλιές αφύτευτες καιρό κι ηβαριόντουσαν το σκάψιμο... Ε, ηθέλανε να σπάσουνε και λίγο πλάκα… Εν ηπέρναε, βρε, τότε ο καιρός άμα εν ήκανες και κάνα καλαμπούρι. Εν είχε τηλεοράσεις και τέθοια που ξέρεις τώρα… Χμμμμ…μα τις πλάκες πιο καλά να μην τις κάνεις στους Παπιστάνους. Αφορμή γυρεύγουνε κι αυτοί…

 Και τον ήβρε ύστερα από καιρό, ο άτιμος. Στο Καρκινάγρι. Πάει τρεχάλα σπίτι του ο Παπιστάνος, παίρει ένα μπετόνι τεράστιο, το γεμίζει με νερό κι απάνω-απάνω βάλλει μια τσούτα λάδι.
-Πάρε λαδάκι για το σπίτι σου, χαλάλι, που τέτοια πλάκα πετυχημένη ε μου ‘χανε ξανακάμει κι ακόμα τη θυμάμαι…

 Και το κουβαλούσε το μπετόνι χιλιόμετρα, στην πλάτη… Την ξέρεις την απόσταση… Ε, μα του ‘ξιζε….



Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 25-9-2012. Για την ιστορία, Παπιστάνοι ονομάζονται οι κάτοικοι της περιοχής του κάβο-Πάπα, γένος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ένδοξοι για το φιλελεύθερο πνεύμα τους και για πολλά ακόμη που γεννούν δέος στους υπόλοιπους "φιλήσυχους" κατοίκους της νήσου.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Φραπές με άποψη

 
φωτό από εδώ
 «Ο καφές πρέπει να χτυπιέται», μου λέει. «Με το σέικερ. Είναι άποψη…» και μου ‘δωσε πίσω άκαρδα το δωράκι μου.
 Από τότε που ανακαλύφθηκαν τα μαγικά χτυπητήρια –σαν αυτό που πήρα μαζί μου για δώρο- που τα βάζεις στην πριζούλα κι αρχίζουν το βρρρρ  και κάνουν εκείνο το πηχτό αφρό που τρελαίνομαι να βλέπω να σχηματίζεται στο πάνω μέρος του ποτηριού και δεν διαλύεται με τα παγάκια, ούτε με το γάλα που προσθέτω μετά, έτσι πίνω το φραπεδάκι. Ξέχασα στο πάνω μέρος του ντουλαπιού το σέικερ, ξεκουράστηκαν και τα χεράκια μου. Νόμιζα πως θα του ‘ταν χρήσιμο.
«Άκου άποψη…» σκέφτηκα με περιφρόνηση σχεδόν και το ‘βαλα πίσω ξανά στην τσάντα.

 Το βραδάκι όμως ταξιδεύοντας παρέα με τις σκέψεις και τις φράσεις, μου ‘ρθε στο νου ο Γιώργης.
 Μακρινός ξάδερφος, ένα κομμάτι μάλαμα, έφυγε από το νησί χρόνια τώρα και τον πέτυχα τυχαία πέρσι σε μπαράκι του διπλανού χωριού από όπου καταγόμαστε και οι δύο. Είχαμε πάει για δυο τρεις μέρες. Χειμώνας, κρύο, ερημιά. Δυο τρεις ήμασταν στο μπαρ. Τριγύρω κλειστά παραθυρόφυλλα. Κι ο  Γιώργης, κυριευμένος από μια έντονη νοσταλγία για τα περασμένα χρόνια, είχε αφεθεί σ' έναν μονόλογο με ανάκατες αναμνήσεις.
«Αχ, κι εκείνος ο φραπές του Δημητρού… τον θυμάστε βρε εκείνο το φραπέ; Πιο νόστιμο δεν είχα πιει στη ζωή μου. Ακόμα κι όταν βγήκαν εκείνα τα άτιμα τα μηχανήματα εκείνος αρνιόταν την εξέλιξη. Του 'κανες την παραγγελιά, έπαιρνε το πλαστικό σέικερ κι άρχιζε τα πήγαινε-έλα. Καμιά φορά ξεχνιόταν κι έπαιρνε την κατηφόρα. Τον χάναμε. Πήγαινε μέχρι το γιαλό, ξανανέβαινε μετά, έμπαινε στον καφενέ του, άδειαζε με προσοχή το περιεχόμενο και σου το ‘φερνε με καμάρι. Νόστιμος, βρε, νόστιμος σας λέω. Χρυσό τον είχα κάνει να μου πει το μυστικό.
-Α, είναι του επαγγέλματος αυτά, μου ‘λεγε.
Και μια μέρα, βρε παιδιά, είχα τον καημό μου, ‘τοιμαζόμουνα να φύγω για μόνιμα πάνω, έπινα τελευταία φορά το καφεδάκι μου- πρωί, με τις βαλίτσες παραδίπλα- με πλησιάζει και σκύβει στο αυτί.
-Α σου κάμω ένα δωράκι να με θυμάσαι… Σαράντα οχτώ κάθετα και τριάντα δύο οριζόντια!
-Εεεε, τι ναι τούτο;
Χαμογέλασε.
Φεύγοντας μου φώναξε από μακριά.
-Τα χτυπήματα, αγορίνα μου, τα χτυπήματα. Να τον πίνεις και να με θυμάσαι….»