Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Κοντότα;



 Τα ένσημα του ΙΚΑ δεν αρκούν πια. Του ΤΕΒΕ κοστίζουν πολύ και αρκετοί από τους γνωστούς, κλείνουν απογοητευμένοι τα βιβλία τους. Οι εισφορές στον ΟΓΑ αυξάνονται. Οι συγχωνεύσεις νοσοκομείων δεν είναι πια μόνο σενάριο. Τα ιατρικά κέντρα θα γίνουν κι αυτά ευκολοχώνευτη τροφή μια και μασήθηκε τόσο καιρό στα δόντια του τέρατος. Ας ελπίσουμε ότι θα περάσει το κακό, μα η αισιοδοξία αρχινά να καταντά αφέλεια καθώς το πρόβλημα της ιατρικής περίθαλψης διογκώνεται μέρα με τη μέρα.

 Τα σκέφτομαι όλα τούτα κοιτάζοντας τα κιτάπια του παππού.
…ενεγράφην εις την  κοντότα του ιατρού Κ. Πουλιανού εις τας 9 Αυγούστου έτος 1921...

Ομολογώ ότι ιδέα δεν είχα τι σήμαινε η εγγραφή σε κοντότα. Την ανακαλύπτω στο υπέροχο ιστολόγιο του Σαραντάκου, «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία». Αναφέρει: Η λέξη ετυμολογείται από το ιταλικό condotta (μίσθωση)(…) Κοντότα στα νεότερα χρόνια ήταν η συμφωνία ανάμεσα σε έναν επαγγελματία, συνήθως γιατρό, και στους κατοίκους ενός χωριού, κατά την οποία ο επαγγελματίας με εφάπαξ αμοιβή αναλάμβανε να παρέχει υπηρεσίες για ορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως για ένα χρόνο.(…) Η κοντότα έφτασε και στον εικοστό αιώνα. Στο Διαδίκτυο βρίσκει κανείς ένα βιβλίο για τη Μαρία Μητσιάλη (1895-1981), που υπηρέτησε ως γιατρός στους Παξούς με το σύστημα της κοντότας από το 1924 έως το 1968. Έπαιρνε από κάθε οικογένεια μισή, μία ή δυο ξέστες (δεκαεξάκιλα) λάδι το χρόνο.

Φαντάζομαι ότι κι εμείς θα δίναμε λάδι, αμύγδαλα ή σταφίδες, αν και πιθανολογώ ότι θα πληρώναμε ένα εφάπαξ χρηματικό ποσό. Δεν είμαι σίγουρη για την αμοιβή, πάντως σε άλλο χαρτάκι, μισοσβησμένο, ανακάλυψα ότι οι γιατροί του νησιού έδιναν τουλάχιστον κάποιου τύπου απόδειξη…

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Η νύχτα κι αν με ζώνει...


...Κι απόμειναν (ετσιδά, αντίκρυ ο ένας στον άλλο) και κοιτάζουνταν με μια τρυφεράδα έξαλλη, σα να συναντιότανε, πρώτη φορά, μονάχοι οι δυο τους, στο δρόμο της ευτυχίας. Κι έκατσε κείνος μα δεν είχε το νου του για δουλειά. Κάτι τραγούδαε μέσα του. Κάτι τραγούδαε:

Τώρα η νύχτα κι αν με ζώνει, τρισκότεινη
καρτερώ τον ήλιο
καρτερώ, ταχιά, το φως.
Φως. Φως. Σε στεριές και σε θάλασσες.
Κι ούτε σύγνεφα, εκεί ψηλά,
ούτε αντάρτες, δω κάτου.

Ήτουν ένα τραγούδι που το τραγούδαε συχνά ο πατέρας του- όντας τράβαε κουπί, ή όντας άλιευε, νυχτιάτικα, με το πυροφάνι. Κι ακόμα τούτο:

Με δέρνουν όλοι οι καιροί
-όλοι οι καιροί-
ο πουνέντης και η τραμουντάνα.
Μα χαρά μου εμένα ενάντια
να πηγαίνω στους καιρούς
-ενάντια στο ρέμα.

Ναι. Ναι. Έτσι. Το θυμότουνε καλά ο Πασχάλης. Και τράβηξε τώρα νοερά μια μεγάλη παύλα (σαν τη φωτεινή γραμμή που χαράζει στο γαλάζιο του ουρανού κάποιο πεφταστέρι) και μουρμούρισε:
"Ενάντια στο ρέμα!"





Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Από άλλο κόσμο...


 

 Η γλυκύτατη κυριούλα κάθισε αργά στο πίσω κάθισμα, αφού τακτοποίησε τη φούστα με τρόπο που να μην είναι τσαλακωμένη στο έβγα και τοποθέτησε την τεράστια μαύρη τσάντα στα γόνατα. Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο και ατένιζε τις ασχήμιες της πόλης με χαμόγελο, λες κι έβλεπε κάνα λιβάδι με αγελαδίτσες να βόσκουν και παιδάκια να κυλιούνται στο χορτάρι.
 Ο ταξιτζής είναι σίγουρο πως δεν είχε καμιά πρόσβαση στον κόσμο της, μα ούτε και στον πραγματικό μάλλον. Προφανώς τον απασχολούσαν τόσα που είχε ξεχάσει το GPS ανοιχτό για κάποιον προορισμό που αναζητούσε πριν από ώρες. Και να πεις ότι δεν τον ενοχλούσε; Κάθε δυο και τρεις έριχνε κι από ένα μπινελίκι στην κοριτσίστικη φωνή που επέμενε ότι έπρεπε να στρίψει αριστερά κι έπειτα έκανε επαναυπολογισμό διαδρομής και πάλι επέμενε να συνεχίσει ευθεία και ξανά και ξανά.
-Δε μας χέζεις κι εσύ... Βρε, άντε παράτα μας... Καλά, λέγε, λέγε...

Κι όσο δεν έκανε την απλή κίνηση να πατήσει το κουμπάκι ακριβώς πάνω από το τιμόνι εκείνη συνέχιζε με τον ίδιο απαλό τόνο στη φωνή.
-Στην επόμενη στοφή, στρίψτε δεξιά.... Στρίψτε δεξιά... Επαναυπολογισμός διαδρομής... Σε τριάντα μέτρα στρίψτε αριστερά... Στρίψτε αριστερά...

 Εκείνος πήγε ευθεία βρίζοντας και μουρμουρώντας, βρήκε την είσοδο του σπιτιού της κυριούλας με μεγάλη ευκολία, τον πλήρωσε, της έδωσε τα ρέστα και πριν κλείσει την πόρτα του λέει με μαμαδίστικο ύφος:
-Την κοπέλα σου να την προσέχεις σε παρακαλώ, είναι τόσο ευγενική και την πληγώνεις που δεν την ακούς. Μη βλέπεις που κάνει τόσο υπομονή η καημενούλα, άνθρωπος είναι κι αυτή και κάποια φορά θα ξεσπάσει...

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Ώρα για αντοχή

Καλώδια υψηλής αντοχής
Ενώ όλα βρίσκονται σε τέλεια σειρά, εσύ με τις αταξίες... Όπως τότε. Μαθήτρια.
Συνέπεια κι υπακοή και ξαφνικά το  θορυβώδες "όχι", η έκπληξη των καθηγητών,  το απρόσμενο σβήσιμο του πίνακα, η δύναμη που σου χάριζε ο σπόγγος, το tabula rasa που σε γοήτευε, το "πάμε πάλι απ' την αρχή" κι άλλα τέτοια ανόητα...
Κοιτάς με κατάπληξη το δεξί σου χέρι... Δυνατό, όπως τότε, αλλά ασυγκράτητο. Χτίζει, λύνει, επινοεί και γκρεμίζει και λαθαίνει με την ίδια ταχύτητα.

"Αλλάζεις το τοπίο όταν έρχεσαι" σου 'λεγε κάποτε ο πατέρας σου κι εσύ αγάπησες τις αλλαγές.
"Πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου" σου 'λεγε κάποτε ο καλύτερος σου φίλος κι εσύ καμώθηκες να την πάρεις.
"Πίστεψε" σου 'λεγε μια παιδική σου φίλη. "Πίστεψε, κι όλα θα έρθουν όπως θες εσύ".  Κι εσύ πίστεψες.
"Αγάπησε βαθιά" σου ΄λεγε η ψυχούλα σου. Κι εσύ την άκουσες.

Κι ο πατέρας σε κοιτά έκπληκτος μαζεύοντας τα σκόρπια αντικείμενα που δεν ταίριασαν καλά στο καινούριο τοπίο που έφτιαξες.
Κι ο φίλος σου έχει χαθεί από χρόνια, χουχουλιασμένος στους συμβιβασμούς του...
Κι η Μαίρη πιστεύει πια πως πρέπει ν' αφήνεσαι στη μοίρα...
Κι η ψυχή σου αγαπά ακόμη.

Κι ο χρόνος ακολουθεί... Τη σειρά του. Μέρα με τη μέρα. Ετοιμάζει με φροντίδα και υπομονή  την τιμωρία που σου αξίζει...
Ρομαντική μου, καημενούλα φιλενάδα...  Ασυλλόγιστη...
"Άντεξε τώρα".  Για να σε δω...


Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Στο χαιρέτιο



φωτό από εδώ
   
Δε χαιρετάμε απλά. Γυρνάμε τα σπίτια το βράδυ της γιορτής του αγίου Βασιλείου, λέμε τα κάλαντα, τρώμε και πίνουμε ως το πρωί. Καμιά φορά και ως το μεσημέρι της επομένης καθώς τα σπίτια είναι πολλά κι αν δεν πας σε όλα θα παρεξηγηθούν. Τη μέρα οι νοικοκυρές ετοιμάζουν μεζεδάκια, χοιρινό, κεφτεδάκια, μανίτες, σαλάτες, βολβούς, χορτόπιτες. Κατά τις εννιά βάζουν τα καλά τους τραπεζομάντηλα, τα καλά τους σερβίτσια, το κρασί στην κανάτα και περιμένουν. Όλη τη νύχτα. Παρέες με μικρά παιδιά, παρέες με εφήβους, με μεσήλικες, με γέροντες, άλλες ανάκατες. Το σύνθημα είναι το αναμμένο φως έξω από το σπίτι. Τα σπίτια που έχουν πένθος δεν ανάβουν φώτα. Φέτος είχε πολλά τέτοια, παρά τις φήμες για τη μακροζωία των Ικαριωτών. Έτσι κάτσαμε στο τζάκι και διηγούμασταν ιστορίες αστείες από περασμένα χαιρέτια.

«Μετά την πολύωρη πρέφα στο καφενείο του ο Δημητρός έπεσε κατά τις δώδεκα πτώμα στο κρεβάτι.
Την ώρα που τον παίρνει ο ύπνος ακούει το Θεοχάρη με την παρέα του και τα όργανα να λένε τα κάλαντα απ’ όξω και να φωνάζουνε…
-Τοίμασέ τον Γιωργία, τοίμασέ τονε…
Τους ακούει κι ανοίγει τα μισόκλειστα βλέφαρα.
-Ζούπα με γυναίκα, ζούπα με, να βουλιάξω στο κρεβάτι να χαθώ να μη μ’ έβρουνε…
Τον ήβρανε. Τον ‘τοιμάσανε.. Γυρνάγανε τα σπίτια ως την άλλη μέρα το μεσημέρι…»

«Ξενοχωρίτης στην πορεία προς το Γέροντος κατά τις πέντε το πρωί… Η ανηφόρα ατέλειωτη. Τα κουράγια λιγοστεύουν. Με τόσο κρασί και χορό και τραγούδι δεν μπορεί ούτε ανάσα να βγάλει. Έχουνε «χαιρετήσει» ήδη σε καμιά τριανταριά σπίτια. Έχουνε μείνει άλλα τόσα… Πιάνει τον έναν από το μπράτσο και τον απομονώνει από τους άλλους. Είναι ολοφάνερο ότι βρίσκεται σε απόγνωση.
-Αντώνη, φυγάδευσέ με, σε παρακαλώ, πες κάτι, δείξε μου ένα δρόμο να φύω κι εγώ α γίνω μια κάπνα. Μόνο να μου πεις από πού α κάμω…»

«Μπουζούκι και κιθάρα. Και χορωδία. Ετοιμάζονται για τη γύρα. Ανήμερα του αι-Βασίλη. Ένα μέλος της παρέας άμουσο εντελώς. Από τ’ απέσω….
-Λευτέρη, εδώ τον αι -Βασίλη τον ξεκινάμε με ρε, του λέει ο κιθαρίστας για να τον βάλει στο πνεύμα.
Κι ο Λευτέρης, μόλις μπήκαν στο πρώτο σπίτι όξω φωνή:
-Ρε Άγιος Βασίλης έρχεται, ρε και δε μας καταδέχεται, ρεεεεε από την Καισαρεία, ρε σεις αρχο, σεις αρχόντισσα κυρία…»