Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Ο φίλος μου ο Αμπτούλ

                                               
φωτό από εδώ
  Ήρθε από το Μπαγκλαντές πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια. Στην αρχή έμενε στο εξοχικό γνωστού εφοπλιστή φροντίζοντας με άλλους δυο τρεις την οικία αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο. Συχνά το αφεντικό του έκανε διάφορες προσθήκες, αποθηκούλες, ξενώνες, στάβλους. Έτσι έμαθε να χτίζει την πέτρα, να σοβατίζει, να βάφει, να κολλάει πλακάκια. Ήταν ιδιαίτερα περήφανος για τις επιδόσεις του και μιλούσε πάντα με τα καλύτερα λόγια για τ' αφεντικά του.
-Είκα λεφτά, λέει, και μ' αγκαπούσαν πολύ. Ήτελα όμως να 'ρτω Ατήνα. Να την βρω και να ζήσουμε μαζί. Την είκα γνωρίσει για λίγκο, ήταν ωραία, πολύ ωραία. Είχε ντουλειά Ατήνα, πολύ ντουλειά, πήγκαινα στις οικοντομές και όλα μια καρά. Έκω και ένσημα, να εντώ τα 'χω, έχω χαρτιά, ντες, ντες...
 Βγάζει από τις τσέπες του ένα φάκελο βρώμικο, κατατσαλακωμένο και τον ανοίγει.
 -Εεει δεν είμαι αστυνομία του λέω γελώντας... Χαμογέλασε, βγήκε έξω από το δωμάτιο του νοσοκομείου, επέστρεψε σε λίγα λεπτά φέρνοντάς μου ένα κομμάτι πίτσα και ένα χυμό.
-Έχω φάει, του λέω αμήχανα. Κράτα τα για σένα...
Δε σήκωνε κουβέντα.
-Εσύ καλός άντρωπος, κάτεσαι μαζί με το μωρό μου, σου τα κρωστάω.
Του εξήγησα ότι είναι η δουλειά μου, δε μου χρωστάει χάρη.
-Όχι, τον αγκαπάς, κάρη σου 'χω, κάρη.
Κι εκείνος τ' αγαπούσε τα παιδιά του. Είχαν βιβλιάρια υγείας με τα εμβόλια συμπληρωμένα, με τις εξετασούλες τους όλες σε φάκελο καθαρό αυτή τη φορά, όλα σε τάξη, κι η τρυφεράδα του πατέρα στη θέση της μέσα στα δυο του κατάμαυρα μάτια που έλαμπαν κάθε φορά που τα κοιτούσε. Η μάνα τους χαμένη πια... Εκείνος καθόταν μέχρι αργά παρά τις συμβουλές μου να πάει για ύπνο.
-Ντεν έχει ύπνο, μου 'πε μια νύχτα, σπίτι ντεκαπέντε κι ο ένας τραγουντά κι ο άλλος μιλάει στο τηλέφωνο και άλλος μαλώνει, ύπνο ντεν έχει...
Ένα απόγευμα καθώς περπατούσαμε στον κήπο του νοσοκομείου τον ρώτησα αν έχει μετανιώσει που ήρθε.
-Όκι...όκι... Έχει νερό εντώ. Και στην πλατεία να είμαι στην Ατήνα έκει νερό. Εκεί όκι, ντεν ξέρεις εσύ... Εκεί είναι όπως κωράφια. Έχεις πάει σε κωράφια;
-Ναι, του λέω, έχω δικά μου. Μ' αρέσει πολύ να σκάβω και να φυτεύω. Να κάθομαι στον ήλιο και να χαζεύω τα φυτά μου περιμένοντας να μεγαλώσουν.
Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.
-Εμένα όκι. Ντεν μ' αρέσει η ντουλειά αυτή. Ντεν έκει νερό και ντεν έχει λεφτά. Ζέστη πολύ. Ντεν ξαναπάω. Μια φορά πήγα και όκι, όκι. Εκεί όπως Μπαγκλαντές.
Τον κοίταξα κι εγώ με έκπληξη. Δε συνεχίσαμε την κουβέντα.

Έχει να 'ρθει δυο χρόνια να δει τα παιδιά. Κάποιοι λένε πως μάλλον τα ξέχασε, ο άκαρδος. Εγώ φαντάζομαι, είμαι σχεδόν σίγουρη, πως δεν έχει λεφτά και δε θέλει να 'ρθει με άδεια χέρια. Δεν έχει δουλειά στην οικοδομή. Ίσως ξαναπήγε στα "κωράφια". Τον ψάχνω στις εικόνες που κάνουν το γύρο του κόσμου. Δεν τον βρίσκω. Αν δείτε κάπου τον Αμπτούλ μην του ρίξετε. Είναι σκαγιωμένος ήδη...


2 σχόλια:

Β. είπε...

Από άλλου τύπου σκάγια, ε;

Τηρήματα είπε...

Μμμ, ακριβώς...
Καλημέρα Β. Πώς είναι η θάλασσα σήμερα;